- τυραννίσκος
- ο, Ν1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους τουβ) μικρός βασανιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. σατραπ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.